Στην αρχή, τα συμπτώματα μοιάζουν με αυτά μιας ίωσης: ο ασθενής δεν αισθάνεται καλά, δεν έχει όρεξη, πονάει λίγο το κεφάλι και ο λαιμός του, και έχει «δέκατα».
Δεν το ξέρει ακόμα, αλλά ο ιός Έμπολα έχει μπει στον οργανισμό του και έχει αρχίσει να επιτίθεται στα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματός του, στα Τ-κύτταρα.
Είναι τα ίδια κύτταρα που αποτελούν στόχο του ιού HIV που προκαλεί το AIDS, αλλά ο Έμπολα είναι πολύ πιο επιθετικός, κατά τον δρα Ντέρεκ Γκάδερερ, λέκτορα στο Τμήμα Λοιμωδών Νόσων του Τομέα Βιοϊατρικών Επιστημών & Επιστημών Υγείας του Πανεπιστημίου του Λάνκαστερ.
Όπως γράφει σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε προσφάτως στην ειδησεογραφική, επιστημονική πύλη The Conversation, το πότε προσβλήθηκε ο οργανισμός με τον Έμπολα δεν μπορεί να καθοριστεί με απόλυτη ακρίβεια, διότι το χρονικό διάστημα από τη μόλυνση έως την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων (περίοδος επωάσεως) είναι οτιδήποτε από 2 έως και 21 ημέρες.
Αυτό που είναι βέβαιο είναι πως μόνον όταν ένας ασθενής εκδηλώσει συμπτώματα, γίνεται ο ίδιος μεταδοτικός και συνεπώς θέτει σε κίνδυνο την οικογένεια, τους φίλους και όποιον έρθει σε επαφή μαζί του.
Υπολογίζεται ότι κάθε ασθενής μολύνει ακόμα 2 έως 4 άτομα, πριν απομονωθεί. Η μεταδοτικότητα αυτή είναι παρόμοια με εκείνη της γρίπης και σαφώς μικρότερη από εκείνη άλλων ιογενών νοσημάτων, όπως η ιλαρά και η πολυομυελίτιδα (οι αντίστοιχοι αριθμοί σ’ αυτέςείναι 5 έως 18), σημειώνει ο δρ Γκάδερερ. Είναι, όμως, υπεραρκετή για να συντηρήσει μια πανδημία.
Επιδείνωση
Καθώς θα περνάνε οι μέρες από τα πρώτα συμπτώματα, η κατάσταση του ασθενούς θα επιδεινώνεται συνεχώς. Θα πονάει όλο του το σώμα, τα «δέκατα» θα γίνουν πυρετός, θα εκδηλώσει χρόνιο πόνο στην κοιλιά και θα εμφανίσει έμετο και διάρροια.
Έπειτα από δύο μέρες έως μία εβδομάδα με αυτά τα συμπτώματα, θα φτάσει στο κρίσιμο σημείο όπου ή θα παρουσιάσει βελτίωση ή θα εξελιχθεί στο τελικό στάδιο της νόσου, τον αιμορραγικό πυρετό.
Στο στάδιο αυτό, το αίμα πλημμυρίζει με μια ομάδα ουσιών που λέγονται φλεγμονώδεις κυτταροκίνες, καθώς το πλήρως αποδιοργανωμένο ανοσοποιητικό σύστημα αρχίζει να επιτίθεται σε κάθε όργανο και ιστό του σώματος.
Τα μικροσκοπικά (τριχοειδή) αιμοφόρα αγγεία του σώματος αρχίζουν να σπάνε το ένα μετά το άλλο, το λευκό των ματιών γίνεται κόκκινο, η διάρροια και ο έμετος γίνονται περιέχουν αίμα, και μεγάλοι θύλακοι αίματος αναπτύσσονται κάτω από το δέρμα.
Στο τέλος, αρχίζει η εξωτερική αιμορραγία από τα μάτια, τη μύτη και άλλα σημεία του σώματος.
Μεταδοτικοί μετά την ανάρρωση
Με την κατάλληλη φροντίδα και την εντατική ενυδάτωση, αρκετοί άνθρωποι ξεπερνούν την βίαιη αυτή επίθεση του ιού.
Το γιατί κάποιοι επιζούν και άλλοι (οι πολλοί) πεθαίνουν, δεν είναι γνωστό. Οι ειδικοί εικάζουν ότι την διαφορά κάνει το αν κατά την έναρξη της λοίμωξης σκοτώθηκαν όλα ή απέμειναν κάποια από τα Τ-κύτταρα του ανοσοποιητικού, τα οποία με κάποιον τρόπο ανακάμπτουν κάποια στιγμή και κατορθώνουν να αντιδράσουν.
Σε κάθε περίπτωση, η ανάρρωση δεν σημαίνει τέλος της μεταδοτικότητας, διότι για αρκετό καιρό τα σωματικά υγρά θα περιέχουν τον ιό.
Ειδικά στους άντρες, η μεταδοτικότητα μπορεί να διαρκέσει για μήνες. Ο ιός επιζεί στο σπέρμα επί τουλάχιστον 70 ημέρες, αν και μία μελέτη έδειξε πως υπάρχει ακόμα και 90 ημέρες ύστερα από την ανάρρωση, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ).
24 επιδημίες στο παρελθόν
Η παραπάνω αλληλουχία είναι αυτή που έζησαν και ζουν όσοι άνθρωποι αρρώστησαν κατά τις συνολικά 25 επιδημίες του ιού που έχουν εκδηλωθεί στην Αφρική, συμπεριλαμβανομένης της παρούσας.
Στις 24 επιδημίες που προηγήθηκαν της εφετινής, είχαν νοσήσει συνολικά 1.590 άνθρωποι, τα δύο τρίτα εκ των οποίων έχασαν τη ζωή τους.
Η πρώτη επιδημία χρονολογείται το 1976. Οι κάτοικοι ενός χωριού του Ζαϊρ, όπως λεγόταν εκείνη την εποχή η σημερινή Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, άρχισαν να αρρωσταίνουν και να πεθαίνουν από μία μυστηριώδη ασθένεια, που τους προκαλούσε εσωτερική και εξωτερική αιμορραγία.
Σε αυτή την πρώτη επιδημία είχαν αρρωστήσει συνολικά 318 άνθρωποι και μόλις 38 κατόρθωσαν να κρατηθούν στη ζωή.
Η επιδημία εκείνη είχε σταματήσει, κυρίως επειδή οι κάτοικοι του χωριού άλλαξαν ριζικά τη συμπεριφορά τους – λ.χ. απέφευγαν να αγγίζουν τους ασθενείς και άλλαξαν τελετουργικό ταφής ώστε να μην έρχονται σε επαφή με τους νεκρούς, σύμφωνα με μελέτη της Σχολής Υγιεινής & Τροπικής Ιατρικής του Λονδίνου που δημοσιεύθηκε προ ημερών στην επιθεώρηση Epidemics.
Η παρούσα επιδημία έχει πολλαπλάσια κρούσματα και θύματα. Αν και το ποσοστό θνησιμότητας μοιάζει να είναι κάτι λιγότερο από 50% (4.033 νεκροί επί συνόλου 8.399 κρουσμάτων έως και τις 8 Οκτωβρίου, σύμφωνα με τον ΠΟΥ), ο αριθμός των νεκρών διπλασιάζεται κάθε τρεις εβδομάδες – και αυτό από μόνο του είναι τρομακτικό.
Source: otherside.gr