Όταν οι προαιώνιοι πρόγονοι σηκώθηκαν, περιπλανήθηκαν στη γη, άλλοτε με τη μορφή ζώου -σαν καγκουρό, πουλιά εμού ή σαύρες- άλλοτε με ανθρώπινη μορφή, άλλοτε με μορφή ζώου και ανθρώπου ή ανθρώπου και φυτού.
Δύο τέτοια όντα, που αυτοδημιουργήθηκαν από το τίποτα, ήταν οι Ουνγκαμπίκουλα. Καθώς τριγύριζαν στον κόσμο, βρήκαν μισοφτιαγμένους ανθρώπους. Είχαν γίνει από ζώα και φυτά, αλλά ήταν άμορφοι όγκοι, σωριασμένοι φύρδην μίγδην εκεί όπου θα μπορούσαν να δημιουργηθούν νερόλακκοι και λίμνες με αλμυρό νερό. Οι άνθρωποι ήταν όλοι διπλωμένοι στα δύο σαν μπόγοι, ασχημάτιστοι και ατελείς, χωρίς μέλη ή χαρακτηριστικά. Με τα μεγάλα πέτρινα μαχαίρια τους; οι Ουνγκαμπίκουλα σκάλισαν κεφάλια, σώματα, πόδια και χέρια. Διαμόρφωσαν τα πρόσωπα, τις παλάμες και τα πέλματα. Επιτέλους οι άνθρωποι ολοκληρώθηκαν.
Αφού τελείωσαν το ιερό τους έργο, οι πρόγονοι ξαναγύρισαν στον ύπνο τους. Μερικοί επέστρεψαν στις υπόγειες κατοικίες τους, ενώ άλλοι έγιναν βράχια και δέντρα.
Τα μονοπάτια στα οποία βάδισαν οι πρόγονοι στον Ονειρόχρονό είναι καθαγιασμένα. Όπου κι αν πέρασαν οι πρόγονοι άφησαν τα ιερά ίχνη της παρουσίας τους - μια πέτρα, ένα νερόλακκο, ένα δέντρο. Και τούτο επειδή ο Ονειρόχρονος δε βρίσκεται μονάχα στο μακρινό παρελθόν, αλλά είναι το αιώνιο Τώρα. Ανάμεσα σε δύο διαδοχικούς χτύπους της καρδιάς, ο Ονειρόχρονος μπορεί να επιστρέψει ξανά.
Source: planitikos.gr