28/2/2014, 00:40 αναρτήθηκε.
Μίαν ωραία πρωία και καθώς οδηγούσε το ελικόπτερο του για να πάει στη δουλειά ο Βασίλειος Πύλας (κατά κόσμον Bill Gates), τράκαρε με έναν πελεκάνο... Πάει ο καημένος ο πελεκάνος, απεδήμησε και ο Βασιλάκης προς Κύριον και δημηουργόν του (αν και ποτέ εν βίω δε θα παραδεχόταν για δημιουργό του άλλον του εαυτού του). Βρέθηκε λοιπόν ο κύριος Πύλας στις πύλες του παραδείσου. Ο Άγιος Πέτρος είχε πάει στη Χαλκιδική για Σαββατοκύριακο, και την ώρα της άφιξης του Βασιλάκη στον επουράνιο κόσμο έπινε καφεδάκι στο Porto Paradiso (τον τράβηξε το όνομα). Έτσι ο Βασιλάκης συναντήθηκε αυτοπροσώπως με τον Δημιουργό του που είχε αναλάβει τη φύλαξη των θυρών. Μετά τις συστάσεις και αφού πείστηκε ο Μπίλης ότι δεν είναι αυτοδημιούργητος του απευθύνεται η εξής πρόταση:
- Κοίταξε, Μπίλη (έτσι τον αποκαλούσε), είμαι πολύ προβληματισμένος για την απόφαση μου στο αν θα έρθεις μαζί μου στον παράδεισο ή θα πας στην κόλαση. Στο κάτω κάτω, βοήθησες αφάνταστα την κοινωνία τοποθετώντας έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή σχεδόν σε κάθε σπίτι σε όλον τον κόσμο. Δημιούργησες όμως και αυτά τα τρισάθλια Windows 95. Θα κάνω κάτι που δεν έχω ξανακάνει. Για την δικιά σου περίπτωση, θα σε αφήσω να διαλέξεις που θες να πας!"
- Να 'σαι καλά Κύριε και Δημιουργέ μου (έτσι τον απεκάλεσε μια και μόνο φορά ο νεοφώτιστος). Ποια είναι όμως η διαφορά; (πού να ξέρει ο αδιαφόρετος)
Και του απάντησε ο Θεός:
- Θα σε αφήσω να επισκεφθείς για λίγο και τις δυο τοποθεσίες για να διαλέξεις μόνος σου.
- Ναι, αλλά που θα πάω πρώτα;
- Θα το αφήσω κι αυτό στην κρίση σου.
- Ωραία, ας πάμε πρώτα στην κόλαση...
Και ούτο εγένετο. Η κόλαση ήταν μια πανέμορφη αμμώδης παραλία με κρυστάλλινα νερά. Υπήρχαν χιλιάδες καλλίγραμμες γυναίκες που παίζανε στα ρηχά - και λιγότερες στα βαθειά - γελώντας και κουνώντας τα κάλλη τους. Ο ήλιος έλαμπε και η θερμοκρασία ήταν τέλεια. Ο Βασιλάκης πολύ ευχαριστήθηκε και σκέφτηκε: Αν είναι έτσι η κόλαση πολύ θέλω να δω και τον παράδεισο... Πήγε το λοιπόν και στον παράδεισο να δει τι παίζει.
Ωραία ήταν κι εκεί. Ήταν ένα μέρος ψηλά πάνω στα σύγνεφα, αγγελάκια παίζαν και τραγουδούσαν, ένα μικρό τραβούσε τα πούπουλα ενός άλλου και απόρησε ο Μπίλης πως δε γύρισε το άλλο να του αστράψει μια. Λίγο χλιαρά τα είδε τα πράγματα. Δεν μπορούσε να πει, καλά ήταν, αλλά η κόλαση του φάνηκε καλύτερη... με πιο πολύ ψαχνό. Αποφάσισε να πάει στην κόλαση και το είπε και του Δημιουργού του, που πιάσαν και φιλίες και του πρότεινε να παίξουν και κανένα ταβλάκι καμία φορά. Πέρασαν οι μέρες, γύρισε ο Άγιος Πέτρος από τα μπάνια με ένα μαυρισματάκι μούρλια, τον είδε κι ο Θεός και ζήλεψε, και δίνει στον εαυτό του άδεια δυο-τρεις μέρες να πάει κι αυτός Χαλκιδική που άκουσε πολλά από τον Αι Πέτρο. Καθώς κατέβαινε προς τα μέρη μας του 'ρθε η ιδέα να περάσει να πει μια καλημέρα στον Μπίλη και να παίξουν και κανένα ταβλάκι τώρα που έχει και καιρό. Φθάνοντας στην κόλαση, βρίσκει τον Μπίλη αλυσιδωμένο μέσα σε μια σπηλιά, ουρλιάζοντας ανάμεσα στις φλόγες. Τα διαβολάκια τον ξεροψήνανε και του τραβούσαν το αυτί που και που.
- Πως παν τα κέφια Μπίλη; Ήρθα για το ταβλάκι που μου 'ταζες πως θα μου ρίξεις στ' αυτιά....
Και ο Βασίλειος μέσα από κραυγές αγωνίας και πόνου κατάφερε να του πει:
- Δεν είναι δυνατόν... δεν είναι αυτό που είδα... Τι έγινε εκείνο... το άλλο μέρος που είχα δει όταν κατέβηκα την πρώτη φορά;...
Και ο Κύριος:
- Μα... δεν ξέρεις; Ήταν το screen saver!
- Κοίταξε, Μπίλη (έτσι τον αποκαλούσε), είμαι πολύ προβληματισμένος για την απόφαση μου στο αν θα έρθεις μαζί μου στον παράδεισο ή θα πας στην κόλαση. Στο κάτω κάτω, βοήθησες αφάνταστα την κοινωνία τοποθετώντας έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή σχεδόν σε κάθε σπίτι σε όλον τον κόσμο. Δημιούργησες όμως και αυτά τα τρισάθλια Windows 95. Θα κάνω κάτι που δεν έχω ξανακάνει. Για την δικιά σου περίπτωση, θα σε αφήσω να διαλέξεις που θες να πας!"
- Να 'σαι καλά Κύριε και Δημιουργέ μου (έτσι τον απεκάλεσε μια και μόνο φορά ο νεοφώτιστος). Ποια είναι όμως η διαφορά; (πού να ξέρει ο αδιαφόρετος)
Και του απάντησε ο Θεός:
- Θα σε αφήσω να επισκεφθείς για λίγο και τις δυο τοποθεσίες για να διαλέξεις μόνος σου.
- Ναι, αλλά που θα πάω πρώτα;
- Θα το αφήσω κι αυτό στην κρίση σου.
- Ωραία, ας πάμε πρώτα στην κόλαση...
Και ούτο εγένετο. Η κόλαση ήταν μια πανέμορφη αμμώδης παραλία με κρυστάλλινα νερά. Υπήρχαν χιλιάδες καλλίγραμμες γυναίκες που παίζανε στα ρηχά - και λιγότερες στα βαθειά - γελώντας και κουνώντας τα κάλλη τους. Ο ήλιος έλαμπε και η θερμοκρασία ήταν τέλεια. Ο Βασιλάκης πολύ ευχαριστήθηκε και σκέφτηκε: Αν είναι έτσι η κόλαση πολύ θέλω να δω και τον παράδεισο... Πήγε το λοιπόν και στον παράδεισο να δει τι παίζει.
Ωραία ήταν κι εκεί. Ήταν ένα μέρος ψηλά πάνω στα σύγνεφα, αγγελάκια παίζαν και τραγουδούσαν, ένα μικρό τραβούσε τα πούπουλα ενός άλλου και απόρησε ο Μπίλης πως δε γύρισε το άλλο να του αστράψει μια. Λίγο χλιαρά τα είδε τα πράγματα. Δεν μπορούσε να πει, καλά ήταν, αλλά η κόλαση του φάνηκε καλύτερη... με πιο πολύ ψαχνό. Αποφάσισε να πάει στην κόλαση και το είπε και του Δημιουργού του, που πιάσαν και φιλίες και του πρότεινε να παίξουν και κανένα ταβλάκι καμία φορά. Πέρασαν οι μέρες, γύρισε ο Άγιος Πέτρος από τα μπάνια με ένα μαυρισματάκι μούρλια, τον είδε κι ο Θεός και ζήλεψε, και δίνει στον εαυτό του άδεια δυο-τρεις μέρες να πάει κι αυτός Χαλκιδική που άκουσε πολλά από τον Αι Πέτρο. Καθώς κατέβαινε προς τα μέρη μας του 'ρθε η ιδέα να περάσει να πει μια καλημέρα στον Μπίλη και να παίξουν και κανένα ταβλάκι τώρα που έχει και καιρό. Φθάνοντας στην κόλαση, βρίσκει τον Μπίλη αλυσιδωμένο μέσα σε μια σπηλιά, ουρλιάζοντας ανάμεσα στις φλόγες. Τα διαβολάκια τον ξεροψήνανε και του τραβούσαν το αυτί που και που.
- Πως παν τα κέφια Μπίλη; Ήρθα για το ταβλάκι που μου 'ταζες πως θα μου ρίξεις στ' αυτιά....
Και ο Βασίλειος μέσα από κραυγές αγωνίας και πόνου κατάφερε να του πει:
- Δεν είναι δυνατόν... δεν είναι αυτό που είδα... Τι έγινε εκείνο... το άλλο μέρος που είχα δει όταν κατέβηκα την πρώτη φορά;...
Και ο Κύριος:
- Μα... δεν ξέρεις; Ήταν το screen saver!