οποίος αντιμετώπιζε έντονα ψυχολογικά προβλήματα. Στη συνέχεια μεταφέρει το πτώμα του παιδιού του στον Κάλαμο, το περιλούζει με βενζίνη και το καίει. Ο Κοσμάς, που αντιμετώπιζε προβλήματα με την καρδιά του, πέθανε από έμφραγμα μέσα στις φυλακές
Ανεξέλεγκτη επιθετικότητα
Ο Βαγγέλης Κοσμάς ο οποίος στα 15 του για πρώτη φορά εμφάνισε την «τρέλα» ήταν ο «άγγελος» που έγινε «βασανιστής». Ήταν ένα παιδί ευφυέστατο που παρά τη βαριά κατάσταση της υγείας του προσπαθούσε και διατήρησε για καιρό «νησίδες λογικής» στο ταραγμένο του μυαλό, θα πει ο ψυχίατρός του. Η σχιζοφρένια παρανοϊκού τύπου όμως με ανεξέλεγκτη επιθετικότητα ήταν μια αρρώστια έξω από τα μέτρα του. Δεν μπορούσε να «τη φέρει βόλτα» ούτε ο ίδιος ούτε η οικογένειά του, που ζούσε με την ελπίδα ότι η αγάπη μπορεί να θεραπεύει, αλλά ούτε και ο γιατρός του που πάσχιζε χρόνια, επίκουρος καθηγητής της Νευρολογίας και της Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο κ.Παπαγεωργίου, ο οποίος στο τέλος με έμφαση γνωμάτευσε στους γονιούς:«αναγκαστική νοσηλεία» η μόνη λύση.
Τραγική η επιβεβαίωσή του από τα γεγονότα. Ο πατέρας όμως δεν άντεχε στην ιδέα του εγκλεισμού. «Του είχα υποσχεθεί του παιδιού μου ότι ποτέ ξανά (είχε νοσηλευθεί λίγο καιρό σε ψυχιατρική κλινική) δεν θα το έκλεινα σε ίδρυμα. Με είχε πιστέψει το αγόρι μου γιατί με αγαπούσε πολύ» θα πει «ήταν η αδυναμία μου». Και η μάνα «με την καρδιά της σκισμένη στα δύο» με πόνο βαθύ και κλάμα βουβό θα πει: «Δεν θέλαμε να το βάλουμε σε δημόσιο ψυχιατρείο. Εκεί που το ένα παιδί βιάζει το άλλο. Αγάπη τού δίναμε ελπίζοντας. Αγάπη και υπομονή». «Πλάνη» θα αποφανθεί ο εισαγγελέας και «μοιραίο λάθος» θα επισημάνουν οι ειδικοί.
Η τρέλα όμως φοβίζει. Και ό,τι φοβόμαστε το αποφεύγουμε. Η οικογένεια Κοσμά δεν ήθελε (ακόμη και όταν η κατάσταση του Βαγγέλη είχε επιδεινωθεί) να παραδεχθεί την οδυνηρή πραγματικότητα. Να παραδεχθούν οι γονείς του ότι είχαν φέρει στον κόσμο ένα άρρωστο και επικίνδυνο παιδί. Πεισματικά πίστευαν ότι, «αν έπαιρνε τα φάρμακά του, όλα θα πήγαιναν καλά». Το «στίγμα» του ψυχασθενούς, του ανθρώπου με το μυαλό το ταραγμένο, δεν είχε αφήσει αλώβητους, έστω κι αν δεν το είχαν υποψιασθεί, ούτε δύο ανθρώπους μορφωμένους και οικονομικά ευκατάστατους, όπως οι γονείς του τραγικού Βαγγέλη.
Η φοβία όμως για την τρέλα, η αποστροφή για τον «σχιζοφρενή» καθόρισε και τη στάση της Αστυνομίας. Οσες φορές ο τραγικός πατέρας απευθύνθηκε, απελπισμένος πια, με τα χαρτιά της εντολής του εγκλεισμού στα χέρια στο Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής αντιμετωπίστηκε με δικαιολογίες «δεν μπορούμε εμείς να τον καταφέρουμε» και άλλα τέτοια «υπηρεσιακά». Ακόμη και το μεσημέρι του φόνου πήγε δύο φορές ο Απόστολος Κοσμάς στο Τμήμα εκλιπαρώντας για υλοποίηση του εγκλεισμού. Ηταν όμως άτυχος.
Νοοτροπίες που διαψεύδονται από τη ζωή, και μάλιστα τραγικά, και φόβοι που δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα, συγκυρίες μοιραίες και τραγικές μαζί οδήγησαν τελικά αυτόν τον πατέρα σε ένα έγκλημα ακατανόητο ακόμη και για τον ίδιο. Τον έφεραν πρόσωπο με πρόσωπο με την οδύνη και τη φρίκη. Με τον θάνατο του παιδιού του που λάτρευε, με τη δυστυχία της οικογένειάς του και τη δική του συμφορά. Η ζωή για αυτόν είναι μια απίστευτη τυραννία. «Θα είχα αυτοκτονήσει» θα πει «αλλά το μικρό μου το παιδί, ο Σταύρος μου, το κακόμοιρο μου είπε μια μέρα: Πατέρα, κοιμάμαι και ξυπνώ κάθε πρωί γιατί ξέρω ότι υπάρχεις»!
Η αντίστροφη μέτρηση
Το 1995 αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση. Ο Βαγγέλης δεν παίρνει τα φάρμακά του. Το καταλαβαίνουν. Βάζουν τις σταγόνες μέσα σε χυμούς, στο φαγητό. Πίνουν και τρώνε όλοι. Να μην το καταλάβει. «Θα μας σκότωνε. Αρχίζει να μου ζητάει χρήματα για όπλα. Ο γιατρός λέει να τον βάλουμε μέσα. Για δεύτερη φορά. Παίρνουμε εισαγγελική εντολή. Η Αστυνομία φοβάται. "Είναι επικίνδυνος", μας λένε,
"πρέπει να έλθουν τα ΕΚΑΜ". Οχι τα ΕΚΑΜ. Οχι το παιδάκι μας».
Κλαίει. «Παίρνει τις σταγόνες του. Είναι καλύτερα. Δεν ήθελα να τον κλείσω σε ψυχιατρείο. Δεν το άντεχα». Μας πώς ήταν καλύτερα; Αφού ήταν τρελός! «Ελπίζαμε», συνεχίζει. «Τον βάζω σε διάφορες δουλειές γνωστών μου. Φεύγει.Αγοράζει χασίς. Χειροτερεύει. Χτυπούσε τη μητέρα του. Αποφασίζουμε να τον πάμε στο Αιγινήτειο. Δεν γίνεται. Ο γιατρός φοβάται για τη ζωή του. Μέχρι να βρω μια λύση, αποφασίζω να τον στείλω διακοπές στη Μύκονο. Και αν σκοτώσει κανέναν; Θα είχαμε ηθική ευθύνη». Απελπισία. Απόγνωση. Ο χρόνος ασφυκτικός. Ο Απόστολος Κοσμάς είναι σαν να τα ξαναζεί. Κλαίει. Ολο κλαίει...
Η μοιραία ημέρα
Σάββατο 26 Ιουλίου.Είναι μόνος στο σπίτι. Ο Βαγγέλης τού δίνει ρητή παραγγελία: «Αν μέχρι να γυρίσω δεν μου έχεις βρει λεφτά για όπλα, θα σε σκοτώσω».
Πάει στην Αστυνομία. Ο διοικητής λείπει. Συγκυρία; Μοίρα; Γυρίζει σπίτι. Είναι πανικοβλημένος. Ακούει τον Βαγγέλη να επιστρέφει. «Τρέχω στο σαλόνι. Με φωνάζει, με γυρίζει πίσω και... σας παρακαλώ, τα υπόλοιπα διαβάστε τα μόνοι σας». Κλαίει γοερά. Με λυγμούς. Ψάχνει στις τσέπες για τα χάπια του. Είναι καρδιακός. Προσπαθεί να συνεχίσει. Δεν μπορεί. «Σας παρακαλώ. Δικάστε με 100 χρόνια. Δεν με νοιάζει. Μη με στενοχωρείτε άλλο, όμως. Διαβάστε τα από τα χαρτιά σας. Δεν μπορώ». Ολόκληρο το δικαστήριο παγώνει. Είναι λυγμός, αυτός ο ήχος που βγαίνει από μέσα του; Η καρδιά του; Είναι κατακόκκινος. Ιδρωμένος. Λύνει τη γραβάτα. Και τότε γίνεται το πρωτοφανές. Δικαστές, ένορκοι, δημοσιογράφοι, όλοι δακρύζουν. Διακοπή της δίκης για πέντε λεπτά.
Η γυναίκα του τρέχει κοντά του, τον χαϊδεύει. Συνεχίζει. Καθιστός πια, αποκαμωμένος. Μέσα σε αναφιλητά είναι εκείνος τώρα που ρωτάει τους δικαστές. «Πώς μπόρεσα να σκοτώσω το παιδί μου; Είμαι εγκληματίας; Μήπως είμαι τρελός; Καλύτερα να είχα αυτοκτονήσει». Και δίνει μια υπόσχεση στον Θεό και στο δικαστήριο. «Αν βγω από τη φυλακή, θα βοηθήσω τα παιδάκια που έχουν την ίδια αρρώστια με τον Βαγγέλη μου». Ζητάει μια χάρη. «Δώστε μου μια άδεια. Να πάω κι εγώ στον τάφο του παιδιού μου. Να κλάψω. Δεν έχω πάει ποτέ...».
Πρώτη ημέρα της δίκης
Η Ελευθερία Κοσμά ζητάει από τους συνηγόρους του άνδρα της να μην αφήσουν τους φωτογράφους στην αίθουσα. «Δεν αντέχουμε». Κάμερες, φλας, μικρόφωνα,όλα στρέφονται στον κατηγορούμενο. Τρομάζει. Το βλέπεις στα μάτια του. Κλαίει. «Σας παρακαλώ. Πρόκειται για μια οικογενειακή τραγωδία». «Να βγουν έξω οι φωτογράφοι», φωνάζει η πρόεδρος. Κάθεται στο εδώλιο. Γυρίζει πίσω του. Ψάχνει με το βλέμμα τους ανθρώπους του. Τη γυναίκα του. Τα παιδιά του. Είναι φοβισμένος. Κοιτάζει τους δικαστές. Τρέμουν τα χέρια του. Σκουπίζεται με ένα μαντίλι. Αρχεται η συνεδρίασις. Καταθέτουν κάποιοι συγγενείς. «Δεν είμαστε εδώ για να υπερασπίσουμε τον δολοφόνο αλλά τον άριστο οικογενειάρχη, τον σύζυγο, τον πατέρα. Και των άλλων παιδιών. Πάνω απ' όλα, όμως, του Βαγγέλη».
Ερχεται η σειρά του 20χρονου Σταύρου. Του μικρότερου γιου, που έζησε την τραγωδία από κοντά. Κλαίει. «Ο πατέρας μου ήταν το πρότυπό μου.Προσπαθούσα να του μοιάσω. Σε όλα». Φοβόταν; «Κατάλαβα ότι έπρεπε μόνος μου ναπροστατεύσω τον εαυτό μου. Κλείδωνα την πόρτα μου και άφηνα τα παντζούρια ανοιχτά. Δεν έφταιγε ο αδελφός μου. Η αρρώστια του μόνο».
Ο μεγαλύτερος αδελφός, ο Κωνσταντίνος, έλειπε για σπουδές στην Αγγλία. «Ημουν ησανίδα σωτηρίας για το αδελφάκι μου. Δεν ήταν ο πατέρας μου που έκανε όλα αυτά». Σκύβει το κεφάλι. Είναι νευρικός. Δεν μιλάει. «Ο πατέρας σήκωνε το βαρύτερο φορτίο». Είναι η ώρα να μιλήσει η σύζυγος του Απόστολου Κοσμά. Η μάνα του Βαγγέλη. Δεν μπορεί να διαχωρίσει τους δύο ρόλους της.
Κλαίει. Δεν έχει θυμό για τον άνδρα της. Γι' αυτό και δεν έχει λύτρωση για εκείνην. «Το παιδί μου είχε μια ζωή γεμάτη αγάπη. Το τέλος του δεν δείχνει αγάπη. Αυτό με τυραννάει πάντα». Κατεβαίνει από το βήμα. Κοιτάζει τον άνδρα της. Του δίνει το χέρι. Εκείνος το σφίγγει με αγωνία. Κλαίνε και οι δύο. Μιλάει ο ψυχίατρος του Βαγγέλη. «Ηταν επικίνδυνος. Είχα επιμείνει στην αναγκαστική νοσηλεία. Στον εγκλεισμό. Δεν το ήθελαν οι γονείς. Δεν το άντεχαν», θα πει ο επίκουρος καθηγητής κ. Λ. Παπαγεωργίου. Ακολουθούν οι δύο πραγματογνώμονες που εξέτασαν τον Απόστολο Κοσμά. «Μπορεί να είχε μειωμένη ικανότητα καταλογισμού την ώρα του φόνου. Να μην καταλάβαινε τις πράξεις του». Ισως. Το δέχθηκε και ο εισαγγελέας. Το δέχθηκε και το δικαστήριο.
Η κάθαρση
Είναι δύο το μεσημέρι. Οι δικαστές συσκέπτονται από τις δώδεκα παρά είκοσι. Σχεδόν δυόμισι ώρες. Η πόρτα που βρίσκεται στο πλάι της έδρας ανοίγει. Δεκάδες μάτια στρέφονται προς τα εκεί. Οι δημοσιογράφοι τρέχουν. Ο κόσμος στο ακροατήριο αδημονεί. Η οικογένεια του Απόστολου Κοσμά, η σύζυγός του και τα δύο του παιδιά, κοιτάζουν με αγωνία. Λάθος. Η πόρτα ξανακλείνει. «Δοκιμάζουν τα νεύρα μας», λέει μια δημοσιογράφος. Ενα λεπτό αργότερα η πόρτα ξανανοίγει. Αυτή τη φορά οι δικαστές και οι ένορκοι του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου ανεβαίνουν στην έδρα. «Φέρτε τον κατηγορούμενο», λέει η πρόεδρος. Ο Απόστολος Κοσμάς ανεβαίνει τα σκαλιά της πλαϊνής εισόδου και μπαίνει συνοδεία αστυνομικών. Το μαύρο δερμάτινο σακάκι που φορούσε και τις τρεις ημέρες της δίκης το κρατά στα χέρια. Δείχνει ήρεμος. Είναι; Κάνει να καθήσει στο εδώλιο. Σηκώνεται αμέσως. Η πρόεδρος του λέει να καθήσει. Κοιτάζει στα μάτια τους δικαστές. Περιμένει.
Διαβάζεται η απόφαση του δικαστηρίου. Ενοχος, αλλά με δύο ελαφρυντικά. 18 χρόνια κάθειρξη. Η υπεράσπιση ζητεί μείωση της ποινής. Οι δικαστές αποσύρονται.
Η ετυμηγορία του δικαστηρίου
Κοντεύει δύο και μισή. «Μισή ώρα για να κάνουν επιμέτρηση των ποινών;» διερωτάται ένας από τους συνηγόρους υπεράσπισης. Ο δεύτερος γιος του Απόστολου Κοσμά, ο 24χρονος Κωνσταντίνος, πλησιάζει στα έδρανα των δικηγόρων του πατέρα του. Κάτι θέλει να ρωτήσει. Διστάζει. «Τι έχεις, παιδί μου; Τι σε ανησυχεί; Πάμε καλά». «Γιατί αργούν; Τι κάνουν τώρα μέσα;», ρωτάει. «Κάνουν επιμέτρηση των ποινών. Μην ανησυχείς», τον διαβεβαιώνει ο καθηγητής κ. Αλ. Κατσαντώνης. Φεύγει σκυφτός. Επιστρέφει στη θέση του. Δίπλα στον μικρότερο αδελφό, δίπλα στη μητέρα του. Οι δικαστές ανεβαίνουν στην έδρα. Ο κατηγορούμενος ξανάρχεται. Το ίδιο χαμηλωμένο βλέμμα. 15 χρόνια κάθειρξη και 6 μήνες φυλάκιση. Οι δικαστές αποχωρούν. Ερχεται η ώρα των ΜΜΕ. Οι τεχνικοί με τις κάμερες και οι φωτογράφοι τρέχουν. Το εδώλιο του κατηγορουμένου έχει γεμίσει
δημοσιογράφους με τα μπλοκ ανοιχτά. «Κύριε Κοσμά, μας υποσχεθήκατε δηλώσεις». Χαλασμός Κυρίου! Φασαρία, φωνές, σπρωξίματα. «Περιμένετε, όχι ακόμη. Τώρα!». «Ευχαριστώ τους δημοσιογράφους και τους δικαστές. Για την ανθρωπιά τους». Φεύγει. Η γυναίκα του και τα παιδιά του αγκαλιάζονται. Οι δικηγόροι του εισπράττουν συγχαρητήρια. Το τέλος.
Source: