" Ήταν Αύγουστος του 1995 και εκείνη την χρονιά θυμάμαι ήταν έντονα ορατό το μαγευτικό αστρικό φαινόμενο του χορού των Περσίδων. Ήταν η πρώτη φορά που μπόρεσα να το παρατηρήσω. Τα αστρικά φαινόμενα είναι κάτι που με μαγεύουν και με ενδιαφέρουν όπως νομίζω και εκατομμύρια άλλους ανθρώπους. Δεν θα το έχανα με τίποτα.
Ζούσα τότε στο Βελιγράδι, σε μια περιοχή που λέγεται Banovobrdo. Σπούδαζα φιλολογία έχοντας επιλέξει την Γιουγκοσλαβία (Σερβία) όπως τόσοι άλλοι Έλληνες. Είχα επισκεφτεί το σπίτι μιας συμφοιτήτριάς μου η οποία έμενε σε μια σχετικά αραιοκατοικημένη περιοχή, χωρίς ψηλά κτίρια, απ΄ όπου θα μπορούσαμε να δούμε τις Περσίδες πιο εύκολα.
Έμεινα εκεί ως τις 2 περίπου μετά τα μεσάνυχτα και μετά από μια ομολογουμένως ευχάριστη βραδιά εν μέσω ¨φιλοσοφικών¨, ¨σπουδαστικών¨, ¨επιστημονικών¨ και κοινωνικών¨ συζητήσεων επέστρεψα σπίτι. Είχα πολύ καλή διάθεση. Το σπίτι βρισκόταν πάνω σ΄ ένα μικρό δρόμο που έβγαζε σε αδιέξοδο. Ακριβώς σ΄ εκείνο το αδιέξοδο ήταν η πολυκατοικία που έμενα. Η συγκάτοικός μου δεν είχε έρθει ακόμα στο Βελιγράδι από την Ελλάδα και έτσι ήμουνα μόνη μου στο σπίτι. Σημειωτέον ότι ποτέ δεν με φόβισε να μείνω μόνη μου. Δεν είμαι από τα άτομα που τρομοκρατούνται μόνα τους σε ένα σπίτι.
Είχε πάει σίγουρα 3 ή ώρα όταν αποφάσισα χωρίς να νοιώθω ιδιαίτερη κούραση να ξαπλώσω. Γενικά κοιμόμουν αργά αφού διάβαζα με περισσότερη ηρεμία τέτοιες ώρες τα μαθήματα της σχολής και όχι μόνο. Ξάπλωσα και κλείνοντας τα μάτια προσπάθησα να κοιμηθώ. Όλα τα φώτα ήταν κλειστά, και όπως ήμουν ξαπλωμένη στο πλάι με το πρόσωπο προς τον τοίχο ένιωσα ένα έντονο φως. Δεν ξέρω αν το ρήμα ένιωσα είναι ακριβές, αλλά δεν ξέρω πως να το πω. Είδα ; Aντιλήφθηκα ; Μάλλον ένιωσα. Ένιωσα ένα έντονο φως. Γύρισα να δω τι είναι, και είδα ......είδα ένα ¨πλάσμα¨ ! Μια φιγούρα. Στα δύο περίπου μέτρα διαγώνια από μένα, στο άνοιγμα της πόρτας βρισκόταν μια φιγούρα γύρω στο ένα μέτρο ψηλή περιτριγυρισμένη από ένα έντονο κίτρινο φως. Δεν μπορούσα να διακρίνω ούτε πρόσωπο, ούτε χαρακτηριστικά, ούτε σώμα. Μόνο μια φιγούρα. Σαν να βλέπεις κάποιον τόσο θολά που δεν διακρίνεις τίποτα άλλο παρά μόνο το σχήμα του σώματός του. Ήταν τόσος ο φόβος μου που κοκάλωσα στη θέση μου, άρχισα να κλαίω και να λέω ότι προσευχή ήξερα και δεν ήξερα, ζητώντας παράλληλα από αυτό το ¨πλάσμα ¨να φύγει, να με αφήσει γιατί με τρόμαζε. Προσπαθούσα ταυτόχρονα να πείσω τον εαυτό μου ότι κοιμόμουν και έβλεπα κάποιον εφιάλτη, ότι δεν ήταν πραγματικό αυτό, δεν συνέβαινε, ότι ήταν τα φώτα κάποιου αυτοκινήτου που δημιουργούσαν αντανάκλαση, ότι, ότι, ότι,.... Χίλιες δικαιολογίες έβαλα στο μυαλό μου για να παίρνω κουράγιο, να ανοίγω τα μάτια ( που κρατούσα κλειστά για να μη βλέπω ) πιστεύοντας ότι δεν θα ήταν εκεί. Και όμως ήταν ακόμα εκεί και μάλιστα είχε πλησιάσει στο κρεβάτι μου. Δεν μπορώ να περιγράψω το μέγεθος του φόβου μου εκείνη τη στιγμή, τον τρόμο μου, τον πανικό μου. Έκλεισα τα μάτια μου ξανά, και μέσα στα αναφιλητά μου του φώναξα: "φύγε σε παρακαλώ, φοβάμαι πολύ, σε παρακαλώ φύγε".
Ένιωσα τότε κάτι πολύ θερμό να μου αγγίζει τα πόδια. Σα να με χάιδευε , σαν να ήθελε να με καθησυχάσει. Ήταν ένα απαλό άγγιγμα, όπως χαϊδεύεις ένα παιδί για να το καθησυχάσεις. Σαν να προσπαθούσε να μου πει να μη φοβάμαι. Εγώ βέβαια συνέχισα να κλαίω και να παρακαλάω να με αφήσει.
Την επόμενη στιγμή εξαφανίστηκε. Έφυγε όπως ήρθε. Ξαφνικά. Δεν μπορούσα να κουνηθώ από τη θέση μου και φυσικά ούτε λόγος να σηκωθώ από το κρεβάτι μου.
Έτσι άφησα την ώρα να περάσει μέχρι που ξημέρωσε. Τότε μόνο βρήκα το θάρρος να σηκωθώ και τρομοκρατημένη να ψάξω το σπίτι. Όταν βεβαιώθηκα ότι όλα ήταν καλά κάθισα στο τραπέζι και προσπαθούσα να καταλάβω τι είχε συμβεί. Βγήκα στο μπαλκόνι και έψαξα να δω μήπως κάποιος στύλος ήταν εκεί κοντά και με το φως του δημιουργούσε κάποιες αντανακλάσεις. Να δω οτιδήποτε. Προσπαθούσα να βρω μια λογική εξήγηση που δυστυχώς δεν μπόρεσα να βρω. Όταν κατάφερα να ηρεμήσω, ο μόνος τόπος που ένιωσα την ανάγκη να πάω ήταν μια εκκλησία που βρισκόταν εκεί κοντά, αν και δεν είμαι κανένα θρησκόληπτο άτομο. Πήγα λοιπόν εκεί και συζητώντας με τον ιερέα του ναού του εξήγησα τα όσα έζησα. Αυτός με καθησύχασε λέγοντάς μου πως δεν ήταν κάτι το κακό αυτό που ήρθε στο σπίτι μου, αφού ούτε κακό μου έκανε, ούτε με πείραξε. Αντίθετα προσπάθησε να με ηρεμήσει και να με ¨παρηγορήσει¨ κατά κάποιο τρόπο.
Γυρίζοντας σπίτι μου ένιωσα πιο καλά, αν και προσπάθησα να επαναφέρω στη σκέψη μου, να ξαναζήσω πάλι το προηγούμενο βράδυ, να καταλάβω τι ήταν αυτή η οντότητα και γιατί ήρθε σε μένα. Ήμουν όμως πλέον βέβαιη ότι δεν ήθελε να με πειράξει. Αν εγώ φοβόμουν δεν ξέρω.....ίσως αν περνούσαν κάποιες στιγμές ακόμα να έβλεπα...να ένιωθα ....να μπορούσα να καταλάβω.
Αυτή την εμπειρία μου δεν την είπα στην συγκάτοικό μου, η οποία ήταν υπερευαίσθητη , φοβόταν εύκολα. Αρκεί να σκεφτείς ότι πανικοβαλλόταν ακόμα και όταν χτυπούσε ξαφνικά το κουδούνι. Της το είπα μετά από καιρό και αφού προηγουμένως αλλάξαμε σπίτι. Τότε πια βρισκόμασταν αρκετά μακριά από τον " τόπο του εγκλήματος" και μπόρεσα να της εξομολογηθώ αυτό που συνέβη. Βέβαια η αντίδραση της δεν ήταν ότι καλύτερο, Φοβήθηκε, με χαρακτήρισε ανεύθυνη, πίστεψε ότι θα μπορούσε να ήταν φάντασμα, ίσως εξωγήινος που έχοντας κάποιο άγνωστο λόγο ίσως να το επαναλάμβανε. Και κάπου μετάνιωσα μήπως με αυτή μου την "ομολογία" της δημιούργησε ένα παραπάνω λόγο να φοβάται στο μέλλον. Ίσως ήταν λάθος.