Παραψυχολόγοι
Εντελώς αντίθετη άποψη έχουν οι παραψυχολόγοι- λιγότερο ή περισσότερο αξιόπιστοι ερευνητές που μελετούν τα αφύσικα περιστατικά και τις παράδοξες εμπειρίες. Κάποιοι μάλιστα κατηγορούν τους επιστήμονες ότι δεν αποδέχονται αυτό που είναι «προφανές», γιατί φοβούνται μήπως βρεθούν χωρίς δουλειά. Αντίθετα, οι επιστήμονες απαντούν ότι θα αποτελούσε πραγματικό άλμα της ανθρώπινης γνώσης η αποκάλυψη και η ερμηνεία των λεγόμενων «παραφυσικών φαινομένων».
Πνευματισμός
Από τα προϊστορικά χρόνια ο άνθρωπος πίστευε ότι υπήρχαν πνεύματα και ότι μπορούσε να τα καλέσει. Ο πρώτος παραψυχολόγος ίσως να ήταν ο Κροίσος, ο βασιλιάς της Λυδίας, ο οποίος το 550 π.Χ. επισκέφτηκε εφτά μαντεία ζητώντας τους να βρουν τι θα συνέβαινε κάποια συγκεκριμένη μέρα. Το μόνο που πέρασε τις «εξετάσεις» ήταν το μαντείο των Δελφών Το πραγματικό ενδιαφέρον της σύγχρονης Δύσης για τα παραφυσικά φαινόμενα γεννήθηκε με τον «πνευματισμό», στα μέσα του 19ου αιώνα. Την 31η Μαρτίου του 1848, στο Χάιντεσβιλ της Νέας Υόρκης, η οικογένεια Φοξ ξύπνησε από παράξενα χτυπήματα που φαίνονταν να έρχονται μέσα από τους τοίχους του δωματίου των παιδιών, της Κέιτ και της Μάργκαρετ. Οι γονείς κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι στο σπίτι κατοικούσε κάποιο πνεύμα. Οι δύο αδερφές θεωρήθηκαν πολύ ικανά μέντιουμ και γύρισαν όλη την Αμερική καλώντας πνεύματα κατά παραγγελία και εισπράττοντας για τις υπηρεσίες τους υπέρογκες αμοιβές. Μέχρι που το 1888 η Μάργκαρετ εκμυστηρεύτηκε ότι οι γονείς τους άκουγαν πράγματι κάτι, αλλά όχι αυτό που πίστευαν. Τα παιδιά χτυπούσαν απλώς στο πάτωμα τα γυμνά πόδια τους σκεπασμένα με τα φορέματά τους. Φαίνεται ότι εκείνη την εποχή ο πνευματισμός είχε πλήξει σαν «ιός» τη φαντασία του κόσμου. Οι πνευματιστικές συναντήσεις πολλαπλασιάζονταν και μαζί μ´ αυτές και τα παράδοξα φαινόμενα, όπως η εμφάνιση φαντασμάτων, οι ανυψώσεις ή οι φωνές στο σκοτάδι.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, η επιστήμη άρχισε να ενδιαφέρεται για το θέμα, καταλήγοντας σε αντιφατικά συμπεράσματα. Από τη μια, στο Λονδίνο, δημιουργήθηκε η Κοινωνία Ψυχικών Ερευνών (Society for Psychical Research), η οποία ξεσκέπασε πολλές απάτες. Η πειραματική μελέτη παραψυχολογικών φαινομένων σε συνθήκες εργαστηρίου ξεκίνησε κατά τη δεκαετία του 1930. Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, η τηλεπάθεια (επικοινωνία μέσω του νου), η διόραση (η ικανότητα να βλέπει κανείς κρυμμένα αντικείμενα) και η πρόγνωση (να βλέπει κανείς το μέλλον). Ειδικά την πρόγνωση ο Γιόζεφ Ράιν την κατατάσσει στην κατηγορία της εξωαισθητήριας αντίληψης ή «ESP» (Extra Sensory Perception). Η μεγαλύτερη προσφορά του Ράιν, όμως, ήταν ότι εισήγαγε τη στατιστική ως μια έγκυρη μέθοδο για την αντικειμενική αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των τεστ
Κόκκινα φώτα
Σήμερα, για να γίνει κάποια μελέτη στα παραφυσικά φαινόμενα, προκαλείται τεχνητή μείωση της ικανότητας των αισθήσεων. Όπως οι τυφλοί και οι κουφοί αναπτύσσουν περισσότερο τις άλλες αισθήσεις, έτσι και η τηλεπάθεια θα πρέπει να ενισχυθεί με τον περιορισμό όλων των «παρεμβολών» από τις συμβατικές αισθήσεις. Η ιδέα είναι του παραψυχολόγου Τσάρλς Όνορτον, ο οποίος το 1974 πρότεινε την τεχνική του «ενιαίου πεδίου» (ganzfeld). Το πρόσωπο «δέκτης», με τα μάτια και τα αφτιά κλειστά, κάθεται σ´ ένα απομονωμένο δωμάτιο λουσμένο από κοκκινωπό φως. Τα αποτελέσματα των πρώτων πειραμάτων ήταν εντυπωσιακά. Όμως, μετά από πιο προσεκτικό έλεγχο παρουσιάστηκαν αλλοιώσεις που οφείλονταν σε μεθοδολογικά σφάλματα. Το 1990, η ομάδα του Όνορτον παρουσίασε και πάλι επιτυχίες, παρόλο που έγιναν διάφοροι έλεγχοι. Η στατιστική προέβλεπε ένα 25% σωστών απαντήσεων για τη συγκεκριμένη περίπτωση. Το ποσοστό έφτασε στο 34%. Οι πιθανότητες να επρόκειτο για συμπτώσεις ήταν μία στις είκοσι χιλιάδες. Το 1997, ο Ρόμπερτ Μόρις, καθηγητής παραψυχολογίας στο πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, πειραματίστηκε με καλλιτέχνες. Οι σωστές απαντήσεις τους ξεπερνούσαν το 47%, με κορύφωση τους μουσικούς, που έφτασαν στο 56%. «Μέσα σε δέκα με είκοσι χρόνια ελπίζουμε ότι θα έχουμε όργανα ικανά να αυξήσουν τις τηλεπαθητικές ικανότητες οποιουδήποτε», τολμάει να πει ο Άντονι Λόρενς, παραψυχολόγος του πανεπιστημίου του Κόβεντρι.
Η δράση του νου
Στον τομέα της ψυχοκινητικής, η τεχνική είναι αυτή του «δημιουργού απρόβλεπτων γεγονότων». Πρόκειται για ένα ηλεκτρονικό μηχάνημα που εκπέμπει σήματα, φώτα, νούμερα ή ήχους με τυχαία σειρά. Το πρόσωπο «δέκτης» θα πρέπει να προσπαθήσει να επηρεάσει το μηχάνημα ώστε η εκπομπή των σημάτων αυτών να μην είναι πια τυχαία. Μια ανάλυση που έγινε το 1989, στα αποτελέσματα οχτακοσίων πειραμάτων φαίνεται να έβγαλε στο φως ένα πραγματικό φαινόμενο. Τα πειράματα έχουν φτάσει σ´ ένα επίπεδο ακριβείας, το οποίο αποκλείει μεθοδολογικά σφάλματα και απάτες. Όμως η τυπική τελειότητα δεν ικανοποιεί ακόμα τους σκεπτικιστές. Αυτό που συνήθως συμβαίνει είναι ότι ενώ στην αρχή τα αποτελέσματα χαρακτηρίζονται αφοπλιστικά, στη συνέχεια παρουσιάζουν ελλείψεις, οι οποίες μειώνουν κατά πολύ το αρχικό ποσοστό των επιτυχιών. Εν τω μεταξύ, εκτός εργαστηρίου τα πιο εντυπωσιακά παραφυσικά φαινόμενα εξακολουθούν να αποδεικνύονται καρποί απάτης.
Πολύ ύποπτοι είναι και οι χειροθεραπευτές, αυτοί που ισχυρίζονται ότι μ´ ένα άγγιγμα της παλάμης μπορούν να θεραπεύσουν κάθε κακό. Οι σκεπτικιστές αντιτείνουν ότι ακόμα κι αν μερικοί το κάνουν καλή τη πίστει, δεν υπάρχει καμιά απόδειξη ότι οι παλάμες τους εκπέμπουν κάτι ιδιαίτερο. Πιο πιθανόν είναι οι πάσχοντες να νιώθουν καλύτερα λόγω αυθυποβολής. Από τις πολλές χιλιάδες που εργάζονται σ´ ολόκληρο τον κόσμο, δεν ξεπερνούν τις μερικές δεκάδες αυτοί που έχουν στ´ αλήθεια ιδιότυπες νοητικές ικανότητες.
Θάνατος μετ´ επιστροφής
Είναι πάρα πολύ δύσκολο να επιβεβαιωθούν τα λεγόμενα «εξωσωματικά ταξίδια», εμπειρίες κατά τις οποίες κάποιος, γνωρίζοντας ότι δεν ονειρεύεται, «βλέπει» το περιβάλλον από θέση διαφορετική από εκείνη που βρίσκεται το σώμα του. Σ´ αυτή την κατηγορία ανήκουν και οι «εμπειρίες αυτών που πέθαναν και επανήλθαν στη ζωή». Άνθρωποι που ξύπνησαν από κώμα και διηγήθηκαν ότι ταξίδεψαν έξω από το σώμα τους ή ότι συνάντησαν τους νεκρούς γονείς τους. Η παραψυχολόγος Σούζαν Μπλάκμορ, υποθέτει ότι το φαινόμενο αυτό οφείλεται σε διατάραξη της αντίληψης ή των αισθήσεων του εγκεφάλου.