Ο περισσότερος κόσμος που ανησυχεί για τις καρδιοπάθειες παραδοσιακά «τρέμει» τα αβγά ως εχθρούς της υγείας της καρδιάς λόγω της υψηλής περιεκτικότητάς τους σε χοληστερόλη. Ωστόσο, τις τελευταίες δύο δεκαετίες η έρευνα έχει επιτρέψει στα αβγά να «κερδίσουν τις εντυπώσεις» και να αλλάξει το εναντίον τους κλίμα όσον αφορά τον καρδιαγγειακό κίνδυνο.
Καταρχήν, το αβγό αποτελεί μια από τις πιο εντυπωσιακές και θρεπτικές τροφές που απαντώνται στη φύση. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η δομή είναι ικανή να υποστηρίξει την εξωμήτρια ανάπτυξη κάποιων οργανισμών κατά τα πρώτα στάδια της ζωής τους. Το αβγό είναι πηγή πολλών απαραίτητων θρεπτικών συστατικών, όπως η βιταμίνη Β12, η βιταμίνη D, ο σίδηρος, το ιώδιο, τα αντιοξειδωτικά σελήνιο και λουτεΐνη, το παντοθενικό οξύ, ο ψευδάργυρος, το φυλλικό οξύ, η χολίνη. Η δε πρωτεΐνη του αβγού όταν αξιολογήθηκε από την επιστημονική κοινότητα βρέθηκε ότι έχει την πλουσιότερη και καλύτερη σύσταση σε απαραίτητα αμινοξέα από οποιαδήποτε άλλη πηγή. Για το λόγο αυτό η πρωτεΐνη του αβγού χρησιμοποιείται ως πρότυπο σύγκρισης για τη μέτρηση της ποιότητας οποιασδήποτε άλλης πρωτεΐνης.
Το «μελανό» σημείο του αβγού θεωρείτο μέχρι πρόσφατα η περιεκτικότητά του σε χοληστερόλη (212 mg σε 1 μέτριο αυγό 50 γραμμαρίων). Το αυγό θεωρήθηκε «κόκκινο πανί» για την υγεία της καρδιάς καθώς υπήρχε η γενικότερη θεώρηση ότι η χοληστερόλη της δίαιτας αυξάνει άμεσα και πολύ τη χοληστερόλη στο αίμα, άρα αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου για τις καρδιοπάθειες. Έτσι, επικράτησε η σύσταση για την κατανάλωση μέχρι 2-3 αβγών την εβδομάδα για το γενικό πληθυσμό (σύσταση που παραμένει ως απολίθωμα από σημαντικό μέρος της ιατρικής κοινότητας), ενώ σε άτομα με υπερλιπιδαιμίες θεωρήθηκε απαγορευτική έστω και η ελάχιστη κατανάλωση αβγού. Ωστόσο, μια πιο προσεκτική επαφή με τα πρόσφατα επιστημονικά δεδομένα θα βοηθήσει να αποσαφηνίσουμε αν τελικά η καρδιά μας «αντέχει» ή όχι το αβγό.
Καταρχήν, η έρευνα έχει δείξει ότι υπάρχει σαφής σχέση των υψηλών επιπέδων χοληστερόλης στο αίμα με τον καρδιαγγειακό κίνδυνο. Αντίθετα, δεν είναι επαρκή τα στοιχεία που δείχνουν άμεση σχέση της χοληστερόλης της δίαιτας με τον καρδιαγγειακό κίνδυνο (Institute of Medicine, USA). Οι επιδημιολογικές μελέτες δείχνουν ότι οι συνολικές επιδράσεις της χοληστερόλης της δίαιτας είναι μικρές και κλινικά ασήμαντες σε σχέση με την αποδεδειγμένη αύξηση της «κακής» LDL χοληστερόλης στο αίμα από τα κορεσμένα λιπαρά οξέα της δίαιτας.
Ήδη από το 1997 μια μεγάλη μετα-ανάλυση 224 μελετών σε περισσότερα από 8000 άτομα (περιοδικό American Journal of Clinical Nutrition) έδειξε ότι οι αυξημένες ποσότητες λίπους και ιδιαίτερα κορεσμένου, που προέρχεται από τροφές ζωικής προέλευσης ευθύνονται πολύ περισσότερο για την αύξηση των λιπιδίων και για την ανάπτυξη καρδιαγγειακών νόσων συγκριτικά με τη χοληστερόλη της δίαιτας. Εξάλλου, υπάρχουν και στοιχεία από γενετικές μελέτες (περιοδικό Atherosclerosis, 2006) που δείχνουν ότι μόλις στο 15-30% του πληθυσμού η χοληστερόλη της δίαιτας μπορεί να επιδράσει στα επίπεδα της ολικής και LDL χοληστερόλης στο αίμα. Το υπόλοιπο 70-85% φαίνεται ότι έχει τη γενετική προδιάθεση να επηρεάζεται ελάχιστα ή καθόλου από τη διαιτητική χοληστερόλη.
Στην πλειοψηφία τους οι έρευνες δε δείχνουν την ύπαρξη ξεκάθαρης συσχέτισης της κατανάλωσης αβγού με τον καρδιαγγειακό κίνδυνο. Δύο πρόσφατες μεγάλες μελέτες σε Ευρωπαϊκό και Αμερικάνικο πληθυσμό τάσσονται υπέρ της «απενοχοποίησης» του αβγού. Συγκεκριμένα, σε μια μεγάλη προοπτική μελέτη 6 ετών σε Μεσογειακό πληθυσμό νέων πτυχιούχων πανεπιστημίου (14000 άτομα δείγματος), που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό European Journal of Nutrition το 2011, εξετάστηκε η σχέση της κατανάλωσης αβγού με τον καρδιαγγειακό κίνδυνο. Σε αυτό το πολύ μεγάλο δείγμα δε βρέθηκε καμία συσχέτιση μεταξύ της κατανάλωσης αβγού και της εμφάνισης καρδιαγγειακών παθήσεων. Αντίστοιχα ήταν και τα πρόσφατα ευρήματα σε Αμερικάνικο πληθυσμό, στο πλαίσιο της μεγάλης εθνικής μελέτης NHANES III, όπου η υψηλή κατανάλωση αβγών δε σχετίστηκε με αυξημένη θνησιμότητα από στεφανιαία νόσο ή εγκεφαλικό επεισόδιο (περιοδικό Public health Nutrition, 2011).
Αυτή η έλλειψη συσχέτισης του αβγού με τον κίνδυνο καρδιοπαθειών μπορεί να εξηγηθεί με δύο τρόπους σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη (περιοδικό Food Function, 2010).
Κατά πρώτον, τα αβγά είναι καλές πηγές των ισχυρών αντιοξειδωτικών λουτεΐνης και ζεαξανθίνης, που μπορεί να αποτρέπουν την οξείδωση των λιποπρωτεϊνών, διαδικασίας που σχετίζεται άμεσα με τη δημιουργία αθηρωματικής πλάκας.
Ο δεύτερος λόγος μπορεί να είναι ότι στα άτομα που έχει φανεί η μεγαλύτερη αύξηση ολικής χοληστερόλης στο αίμα μετά από κατανάλωση αβγών, παρατηρήθηκε ότι αυξήθηκε η «κακή» LDL αλλά παράλληλα και η «καλή» και καρδιοπροστατευτική HDL χοληστερόλη. Αύξηση στην HDL χοληστερόλη μετά από κατανάλωση αβγών και ταυτόχρονη δίαιτα φτωχή σε υδατάνθρακες παρατηρήθηκε και σε υπέρβαρα άτομα με μεταβολικό σύνδρομο σε πρόσφατη μελέτη του περιοδικού Journal of Nutrition (2008). Μάλιστα, σε άτομα με μεταβολικό σύνδρομο που κατανάλωναν ολόκληρα αβγά παρατηρήθηκε βελτίωση στο λιπιδαιμικό τους προφίλ αλλά και καλύτερη ευαισθησία στην ινσουλίνη συγκριτικά με ασθενείς που λάμβαναν αυγά χωρίς τον κρόκο (περιοδικό Metabolism, 2012).
Τέλος, η κατανάλωση αβγών σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες φάνηκε ότι οδηγεί στη δημιουργία συγκεκριμένης «ευνοϊκής» μορφής της LDL χοληστερόλης που είναι λιγότερο αθηρογόνος (περιοδικό Nutrition & Metabolism, 2006).
Και ενώ όλες οι παραπάνω οι μελέτες συνηγορούν στο ότι το αβγό δεν αυξάνει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο, τον Αύγουστο του 2012 δημοσιεύτηκε μια μελέτη στο σημαντικό περιοδικό Atherosclerosis που παρουσίασε εντελώς διαφορετικά δεδομένα. Στο δείγμα των 1262 Καναδών αθηροσκληρωτικών ασθενών φάνηκε ότι η ζημιά στα αγγεία ήταν σαφώς υψηλότερη σε όσους κατανάλωναν πάνω από 3 κρόκους αυγού/εβδομάδα ακόμα και όταν συνυπολογίστηκαν και άλλοι παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου. Μάλιστα, η επιδείνωση των αγγείων από τη χρόνια κατανάλωση ολόκληρων αυγών παρουσίαζε αντιστοιχία με την επιδείνωση που παρατηρήθηκε από το χρόνιο κάπνισμα. Οι συγγραφείς κατέληξαν στη σύσταση ότι η τακτική κατανάλωση κρόκου αυγού πρέπει να αποφεύγεται από άτομα που διατρέχουν κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου.
Η αλήθεια είναι ότι αυτή η τελευταία μελέτη «θολώνει» κάπως το τοπίο που φαινόταν να ξεκαθαρίζει αναφορικά με την επίδραση της κατανάλωσης αβγού στις καρδιοπάθειες. Το βέβαιο είναι ότι η έρευνα για το αβγό δεν τελειώνει εδώ και απαιτούνται πρόσθετα επιστημονικά δεδομένα πριν απελευθερωθεί οριστικά η κατανάλωσή του στο γενικό πληθυσμό (οι νέες συστάσεις προτείνουν ότι μπορεί να καταναλώνεται άφοβα ένα αυγό την ημέρα). Ιδιαίτερα για τις ευάλωτες καρδιαγγειακά ομάδες θα πρέπει να παραμείνει η επιφυλακτικότητα απέναντι στο αβγό.
Source: [Πρέπει να είστε εγγεγραμμένοι και συνδεδεμένοι για να δείτε αυτόν το σύνδεσμο.]